- ἀντιπαράστασις
- ἀντιπαράστασιςcounter-objectionfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀντιπαραστάσει — ἀντιπαράστασις counter objection fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀντιπαραστάσεϊ , ἀντιπαράστασις counter objection fem dat sg (epic) ἀντιπαράστασις counter objection fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπαραστάσεις — ἀντιπαράστασις counter objection fem nom/voc pl (attic epic) ἀντιπαράστασις counter objection fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπαραστάσεσι — ἀντιπαράστασις counter objection fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπαράστασιν — ἀντιπαράστασις counter objection fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιπαράσταση — η (AM ἀντιπαράστασις) η εξέταση μαρτύρων συγχρόνως με άλλους μάρτυρες ή με τον κατηγορούμενο αρχ. μσν. (Ρητορ.) η αποδοχή ενός επιχειρήματος, αλλά με μια ουσιώδη διάκριση, διασάφηση αρχ. η έμμεση απάντηση … Dictionary of Greek
ԸՆԴԴԻՄԱՅԱՐԱԿԱՅ — (իւ, իւք.) NBH 1 0769 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 15c գ. ԸՆԴԴԻՄԱՅԱՐԱԿԱՅ ԸՆԴԴԻՄԱՅԱՐԱԿԱՅՈՒԹԻՒՆ. ԸՆԴԴԻՄԱՅԱՐԱԿԱՅՈՒՄՆ, յման. ἁντιπαράστασις conflictio Ձեռնարկ զօրաւոր, որ նախ ներէ հակառակորդին, եւ ապա եղծանէ զնոյն, եւ զճշմարիտն հաստատէ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԸՆԴԴԻՄԱՅԱՐԱԿԱՅՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0769 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 15c գ. ԸՆԴԴԻՄԱՅԱՐԱԿԱՅ ԸՆԴԴԻՄԱՅԱՐԱԿԱՅՈՒԹԻՒՆ. ԸՆԴԴԻՄԱՅԱՐԱԿԱՅՈՒՄՆ, յման. ἁντιπαράστασις conflictio Ձեռնարկ զօրաւոր, որ նախ ներէ հակառակորդին, եւ ապա եղծանէ զնոյն, եւ զճշմարիտն հաստատէ. ուր… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԸՆԴԴԻՄԱՅԱՐԱԿԱՅՈՒՄՆ — (յման.) NBH 1 0769 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 15c գ. ԸՆԴԴԻՄԱՅԱՐԱԿԱՅ ԸՆԴԴԻՄԱՅԱՐԱԿԱՅՈՒԹԻՒՆ. ԸՆԴԴԻՄԱՅԱՐԱԿԱՅՈՒՄՆ. ἁντιπαράστασις conflictio Ձեռնարկ զօրաւոր, որ նախ ներէ հակառակորդին, եւ ապա եղծանէ զնոյն, եւ զճշմարիտն հաստատէ. ուր… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ἀντιπαραστάσεων — ἀντιπαραστάσεω̆ν , ἀντιπαράστασις counter objection fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπαραστάσεως — ἀντιπαραστάσεω̆ς , ἀντιπαράστασις counter objection fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)